τρικλινές σύστημα

τρικλινές σύστημα
Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης των κρυστάλλων. Χαρακτηρίζεται από 3 κρυσταλλογραφικούς άξονες, που σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες διάφορες των 90° και από 3 διαφορετικές μεταξύ τους παραμέτρους. Μοναδικό στοιχείο συμμετρίας του τ.σ. είναι το κέντρο. Στο σύστημα αυτό κρυσταλλώνεται ο κυανίτης και τα πλαγιόκλαστα (ισόμορφο μείγμα αλβίτη και ανορθίτη). Τρικλινές σύστημα: κρυστλλογραφικό σχήμα του αλβίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • τρικλινής — ές, Ν φρ. «τρικλινές σύστημα» (κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. δι κλινής. Το επίθ., στο ουδ. τρικλινές, μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… …   Dictionary of Greek

  • καλαβερίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από χρυσό, άργυρο και τελλούριο με χημικό τύπο (Au,Ag)Te2. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα και σπάνια συναντάται σε στηλοειδείς επιμήκεις κρυστάλλους. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 2,5 και η πυκνότητά… …   Dictionary of Greek

  • λαβραδορίτης — Ορυκτό, γνωστό και με την ονομασία λαβραδόριο. Πρόκειται για αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου και νατρίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων και, ειδικότερα, στην ομάδα των πλαγιοκλάστων. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα σχηματίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • σασσολίνης — και σασσολίτης, ο, Ν (ορυκτ.) φυσικό ορυκτό βορικό οξύ με λευκό ή γκρίζο χρώμα, που κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα και απαντά στην περιοχή τής Τοσκάνης τής Ιταλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σασσολίνης < αγγλ. sassoline < Sasso, περιοχή της… …   Dictionary of Greek

  • δισθενής ή κυανίτης — Ορυκτό, βασικό πυριτικό άλας του αργιλίου με χημικό τύπο Αl2SiΟ5. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα. Εμφανίζεται συνήθως με μορφή ταινιωδών συσσωματωμάτων, με γαλαζωπό ή πρασινωπό χρώμα και μαργαριτώδη λάμψη. Έχει ειδικό βάρος 3,5 3,6 και …   Dictionary of Greek

  • ινεσίτης — Ορυκτό της ομάδας των ζεολίθων, με χημικό τύπο Ca2Mn7Si10O28(ΟΗ)2.5H2O. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα, έχει κόκκινο χρώμα και υαλώδη λάμψη. Έχει ειδικό βάρος 3,1 gr/cm3 και σκληρότητα 6 7 στην κλίμακα MOS …   Dictionary of Greek

  • καλαΐτης — Ορυκτό αποτελούμενο από χαλκό και αργίλιο με χημικό τύπο CuAl6(PO4)4(OH)8.4H2O. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα, σχηματίζοντας ατελείς κρυστάλλους ισόμορφους με τον χαλκοπυρίτη. Σχηματίζεται συνήθως εντός ρωγμών εκρηξιγενών πετρωμάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”